- σκουπίζω
- 1) balayer2) effacer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκουπίζω — σκουπίζω, σκούπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… … Dictionary of Greek
σκουπίζω — σκούπισα, σκουπίστηκα, σκουπισμένος 1. καθαρίζω κάποιο χώρο από τα σκουπίδια: Σκούπισε όλη την αυλή του σπιτιού της. 2. σφουγγίζω, καθαρίζω, στεγνώνω: Σκούπισε τα πιρούνια για να μη σκουριάσουν. – Σκούπισε τα δάκρυα με το μαντίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… … Dictionary of Greek
εξομόργνυμι — ἐξομόργνυμι (AM) 1. καθαρίζω, σκουπίζω 2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
καταμάσσω — (Α) σπογγίζω, σκουπίζω καλά, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάσσω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατασαρώ — κατασαρῶ, όω (Α) σκουπίζω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρῶ «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατεκμάττω — (Μ) 1. σκουπίζω 2. γρατσουνίζω, ξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ μάττω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατομόργνυμι — (Α) σκουπίζω, σφουγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμόργνυμι «σκουπίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
κορίζω — (I) κορίζω (Α) [κόρις] γεμίζω κοριούς, κοριάζω. (II) κορίζω (Α) πάπ. 1. σκουπίζω, σαρώνω 2. κοσκινίζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek